05/12/25

Η εξάρθρωση της «βιομηχανίας» τηλεφωνικών απατών και το πραγματικό πρόσωπο του σύγχρονου οικονομικού εγκλήματος

 Άρθρο - άποψη που φιλοξενήθηκε την 04/12/2025 στην εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ"  > ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ

Η πρόσφατη εξάρθρωση της μεγάλης εγκληματικής οργάνωσης που δραστηριοποιούνταν σε όλη την Ελλάδα μέσω τηλεφωνικών και ψηφιακών απατών δεν αποτελεί ένα ακόμη μεμονωμένο περιστατικό αστυνομικού ενδιαφέροντος. Αντιθέτως, αναδεικνύει με απόλυτη σαφήνεια τη βαθιά μεταμόρφωση του οικονομικού εγκλήματος στη χώρα μας. Οι μηχανισμοί που αποκαλύφθηκαν, ήταν: ένα “Call Centre” δεκάδων τηλεφωνητών, τεχνική υποστήριξη για τη δημιουργία παραπλανητικών τραπεζικών ιστοσελίδων, δίκτυο “Money Mules”, διασπορά των επιχειρησιακών κέντρων – συνθέτουν όχι μια σπείρα ευκαιριακών δραστών, αλλά ένα κανονικό επιχειρησιακό μοντέλο εγκλήματος. Ένα μοντέλο που λειτουργεί με ιεραρχία, πειθαρχία και τεχνογνωσία.

Στο πρόσφατο “CEPOL Research & Science Conference 2024-2025” με θέμα τα «εγκληματικά δίκτυα στην Ευρώπη», που διεξήχθη τον Μάρτιο στην Όστια της Ιταλίας, παρουσίασα μια αναλυτική έρευνα για τα δίκτυα που διαπράττουν απάτες με την μέθοδο του «Vishing» και δρουν στην χώρα μας. Τα ευρήματα κατέδειξαν ότι τα εγκληματικά αυτά δίκτυα, διαθέτουν δομή τεσσάρων επιπέδων: από τους «αθέατους» αρχηγούς, στο τηλεφωνικό και τεχνικό κέντρο, στην ομάδα ανάληψης και διακίνησης χρημάτων, και τέλος στο πλέγμα των τραπεζικών λογαριασμών – καρτών ανάληψης και των μεσολαβητών. Η πρόσφατη υπόθεση της ΕΛ.ΑΣ. δεν επιβεβαιώνει απλώς αυτό το σχήμα, το αναπαράγει σχεδόν αυτούσιο. Και αυτό είναι το πιο ανησυχητικό στοιχείο, ότι πλέον το οικονομικό έγκλημα δεν εξελίσσεται ευκαιριακά, αλλά οργανώνεται κατά τρόπο που θυμίζει εταιρική λειτουργία.

Ο τρόπος δράσης αυτών των οργανώσεων δεν βασίζεται μόνο στην τεχνολογία, αλλά πρωτίστως στην ψυχολογική χειραγώγηση. Οι δράστες υποδύονται λογιστές, δημοσίους υπαλλήλους, τεχνικούς εταιρειών ενέργειας (ή του δικτύου διανομής - ΔΕΔΔΗΕ), ακόμη και αστυνομικούς. Εκμεταλλεύονται την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς, την άγνοια γύρω από τις ψηφιακές υπηρεσίες και την ανασφάλεια της οικονομικής κρίσης. Μέσα από πειστικά σενάρια και συνεχή πίεση, οδηγούν τα θύματα να αποκαλύψουν κωδικούς, να πατήσουν σε κακόβουλα links, ή ακόμη και να πραγματοποιήσουν οι ίδιοι μεταφορές και αυτοπρόσωπες παραδόσεις χρημάτων – χρυσαφικών. Είναι ένας συνδυασμός κοινωνικής μηχανικής και τεχνικής κατάρτισης που καθιστά αυτά τα δίκτυα ιδιαίτερα επικίνδυνα και δύσκολα στην αντιμετώπισή τους.

Η επίσημη εκτίμηση για λεία 7,6 εκατομμυρίων ευρώ αποτυπώνει μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Η εμπειρία από πραγματικές υποθέσεις και η ανάλυση των μοτίβων λειτουργίας δείχνουν ότι το πραγματικό παράνομο όφελος τέτοιων δικτύων είναι συχνά πολλαπλάσιο. Υπάρχουν θύματα που δεν καταγγέλλουν την απάτη, χρήματα που διακινούνται μέσω δεκάδων λογαριασμών πριν χαθούν οριστικά από το οπτικό πεδίο, ποσά που μετατρέπονται σε προϊόντα τεχνολογίας και ρευστοποιούνται αργότερα. Σύμφωνα με μοντέλα που προβλέπουν   εφαρμόζουμε σε αντίστοιχες έρευνες, το πραγματικό οικονομικό αποτύπωμα μπορεί να ξεπερνά τα 20–25 εκατομμύρια ευρώ.

Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι πώς εξαρθρώθηκε αυτή η οργάνωση, αλλά πώς θα αποτρέψουμε τις επόμενες. Χρειάζεται στενή συνεργασία ΕΛ.ΑΣ., τραπεζών και παρόχων τεχνολογικών υπηρεσιών και τηλεφωνίας σε πραγματικό χρόνο, για άμεση επιτήρηση ύποπτων ροών και έγκαιρο μπλοκάρισμα νέων συσκευών και λογαριασμών. Απαιτείται επένδυση σε σύγχρονες τεχνικές ανάλυσης δεδομένων, αφού ο εντοπισμός τέτοιων δικτύων δεν μπορεί πλέον να στηρίζεται μόνο σε παραδοσιακές μεθόδους έρευνας. Και, ίσως το σημαντικότερο, χρειάζεται συστηματική εκπαίδευση του κοινού, όχι με περιστασιακές καμπάνιες, αλλά μια συνεχή προσπάθεια ενίσχυσης της ψηφιακής παιδείας, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους, που παραμένουν ο πιο συστηματικά στοχοποιημένος πληθυσμός.

Η εξάρθρωση του εγκληματικού αυτού δικτύου αποτελεί αναμφισβήτητα μια σημαντική επιτυχία. Όμως, για να προστατευθεί ουσιαστικά η κοινωνία, πρέπει να κατανοήσουμε ότι αυτά τα δίκτυα δεν είναι πια περιφερειακές απειλές. Είναι δομημένοι μηχανισμοί εγκλήματος, οικονομικά αποδοτικοί, τεχνολογικά εξοπλισμένοι και διαρκώς εξελισσόμενοι. Με την ανάλογη αντιμετώπιση λοιπόν, μπορούμε να ελπίζουμε σε μια ουσιαστική μείωση του φαινομένου._


04/12/25

Η Βία των Ανηλίκων και η Ψηφιακή Πραγματικότητα

Άρθρο μου, δημοσιευμένο στην εξαμινιαία περιοδική έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου "Αχχιλίου Πόλις" , σελ. 150 - 159 . (Αχιλλίου Πόλις)

Το άρθρο εξετάζει ένα φαινόμενο που παίρνει ολοένα και πιο ανησυχητικές διαστάσεις: τη βία των ανηλίκων στο περιβάλλον του διαδικτύου. Η βασική θέση είναι ότι, μολονότι οι εκδηλώσεις νεανικής επιθετικότητας δεν αποτελούν ιστορική καινοτομία, η τωρινή μορφή τους είναι ποιοτικά διαφορετική και ποσοτικά ενισχυμένη εξαιτίας της μονοδιάστατης σχεδόν παρουσίας των νέων στον ψηφιακό κόσμο.

"Κάιν και Άβελ"

Η καθημερινότητα των εφήβων αναπτύσσεται ολοένα περισσότερο μέσα σε οθόνες, σε κοινωνικά δίκτυα και πλατφόρμες παιχνιδιών, όπου η αναζήτηση ταυτότητας, αποδοχής και κύρους διαδραματίζεται ενώπιον αόρατου αλλά απεριόριστου κοινού. Σ’ αυτό το περιβάλλον, τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και εικονικού κόσμου θολώνουν, η ανωνυμία ή η ψευδωνυμία δίνουν πλασματική αίσθηση ασφάλειας και ελέγχου, ενώ η ακαριαία διάδοση κάθε ανάρτησης πολλαπλασιάζει τον αντίκτυπο μιας στιγμιαίας απόφασης.

Η ψηφιακή σκηνή δεν αποτελεί απλώς μια νέα αρένα επικοινωνίας αλλά και ένα πλαίσιο όπου διαμορφώνονται ή δοκιμάζονται στάσεις, συμπεριφορές και αξίες, με αποτέλεσμα να αναδύονται νέες μορφές βίας δυσκολότερες στην πρόληψη και αντιμετώπιση.

Η μελέτη ξεκινά από την παρατήρηση ότι η παιδική και εφηβική ηλικία παραδοσιακά συνδεόταν με την αθωότητα, την ευγένεια και την αγνότητα, ωστόσο στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα συναντάμε ολοένα συχνότερα περιστατικά σκληρότητας, επιθετικότητας και εκτροπής. Αυτό δεν σημαίνει ότι παλαιότερα δεν υπήρχαν συμπλοκές, καβγάδες ή μορφές εκφοβισμού· σημαίνει όμως ότι το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδηλώνονται έχει μεταβληθεί ριζικά.

Εκεί όπου κάποτε μια σύγκρουση περιοριζόταν στα όρια μιας τάξης ή μιας γειτονιάς, σήμερα μπορεί να μετατραπεί σε δημόσιο θέαμα χιλιάδων θεατών μέσα σε λίγα λεπτά. Η αλλαγή δεν είναι μόνο ποσοτική αλλά και ποιοτική: οι νέοι αντιλαμβάνονται την αναγνώριση, τη φιλία και την επιρροή μέσα από αριθμητικές ενδείξεις, όπως τα likes και τα views, επομένως η επιβράβευση τείνει να μετριέται με ψηφιακές μετρικές. Η λογική αυτή δημιουργεί έναν ανταγωνισμό επίδειξης και μια κουλτούρα υπερέκθεσης, όπου ακόμη και ριψοκίνδυνες ή επιθετικές πράξεις μπορεί να εκληφθούν ως μέσα κοινωνικής διάκρισης.

Η ιστορική και κοινωνιολογική οπτική του φαινομένου βοηθά να κατανοηθεί ότι η νεανική ορμή, όταν δεν βρίσκει δημιουργικές διεξόδους, συχνά οδηγεί σε συγκρούσεις ή παραβατικότητα. Η διαφορά της εποχής μας είναι πως η κοινωνική ζωή έχει μετατοπιστεί από τις μικρές, συνεκτικές κοινότητες στις εκτεταμένες, ασύμμετρες κοινότητες των δικτύων.

Οι πηγές αναγνώρισης και κύρους έχουν διευρυνθεί από τον στενό οικογενειακό και σχολικό κύκλο προς ένα απροσδιόριστο πλήθος παρατηρητών, οι οποίοι δεν έχουν πάντα πρόσωπο, όνομα ή ευθύνη. Η μετάβαση αυτή εντείνει τις πιέσεις για προβολή και ανοίγει δρόμους στις εντυπωσιακές ή ακραίες συμπεριφορές, εφόσον η επιβράβευση συνδέεται πλέον με την ικανότητα να τραβήξεις προσοχή και να προξενήσεις αίσθηση.

Τα εμπειρικά δεδομένα που παρατίθενται αποτυπώνουν τη διόγκωση του φαινομένου. Στην ελληνική πραγματικότητα, όπως και στον ευρωπαϊκό χώρο, οι έφηβοι περνούν υπερβολικό χρόνο στο διαδίκτυο, πολλές φορές ξεπερνώντας κατά μέσον όρο τις σαράντα ώρες την εβδομάδα. Η παραμονή αυτή δεν είναι μόνο ψυχαγωγική, αλλά αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός δεύτερου κόσμου με δικούς του κανόνες, επιβραβεύσεις και πειρασμούς.

Ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό στοιχείο είναι η ευκολία με την οποία γίνονται αποδεκτά αιτήματα φιλίας από αγνώστους και η συχνότητα με την οποία οργανώνονται συναντήσεις με άτομα γνωστά μόνο από το διαδίκτυο. Παράλληλα, η έκθεση σε ακατάλληλο ή βίαιο περιεχόμενο είναι εκτεταμένη, και ένα σημαντικό ποσοστό παιδιών αναφέρει πως έχει πέσει θύμα διαδικτυακής παρενόχλησης, χωρίς όμως να το κοινοποιεί στον οικογενειακό ή σχολικό περίγυρο, γεγονός που επιτείνει τη σιωπή και εμποδίζει την έγκαιρη παρέμβαση.

Στο επιχειρησιακό επίπεδο, οι ελληνικές αρχές με αρμοδιότητα την αντιμετώπιση του κυβερνοεγκλήματος χειρίζονται κάθε χρόνο μεγάλο αριθμό υποθέσεων όπου ανήλικοι εμφανίζονται είτε ως θύματα είτε ως δράστες. Οι υποθέσεις αφορούν διαδικτυακό εκφοβισμό, παραβιαστικές πρακτικές που σχετίζονται με προσωπικά δεδομένα, συμμετοχή σε κυκλώματα παιδικής κακοποίησης σε περιβάλλοντα ανταλλαγής εικόνων ή βίντεο, καθώς και φαινόμενα εκβιασμού με ερωτικό υπόβαθρο.

Σημαντικές είναι και οι υποθέσεις όπου η τεχνολογία αξιοποιείται θετικά για την ανεύρεση ανηλίκων που αγνοούνται ή κινδυνεύουν, αποδεικνύοντας πως το ίδιο μέσο που διευκολύνει την παραβατικότητα μπορεί, με κατάλληλη χρήση, να γίνει εργαλείο προστασίας και διάσωσης.

Οι μορφές ψηφιακής βίας που περιγράφονται στο άρθρο είναι ποικίλες και συχνά αλληλοτροφοδοτούμενες. Η πιο διαδεδομένη είναι ο διαδικτυακός εκφοβισμός, όπου ένας ή περισσότεροι συνομήλικοι ασκούν συστηματικό ψυχολογικό πόλεμο μέσα από δημόσιες αναρτήσεις, σχόλια, ιδιωτικά μηνύματα ή ομαδικές συνομιλίες, με στόχο την ταπείνωση, την υπερέκθεση ή την κοινωνική απομόνωση του θύματος.

Ο εκφοβισμός στον ψηφιακό χώρο διαθέτει ιδιαιτερότητες: δεν περιορίζεται χρονικά, διότι συνεχίζεται και μετά το σχολείο, μέσα στο σπίτι, ακόμη και στη νύχτα· δεν εξαντλείται χωρικά, αφού τα ίχνη του ταξιδεύουν παντού· και δεν ξεχνιέται εύκολα, επειδή εικόνες και βίντεο μπορούν να επιστρέφουν ξανά και ξανά, αναζωπυρώνοντας τον φόβο και την ντροπή.

Μια δεύτερη, ιδιαίτερα σκοτεινή μορφή ψηφιακής βίας είναι ο σεξουαλικός εκβιασμός. Η διαδικασία συχνά ξεκινά ως «αθώα» ψηφιακή γνωριμία, όπου ο δράστης κερδίζει εμπιστοσύνη, αποσπά ευαίσθητο υλικό και στη συνέχεια απειλεί ότι θα το διακινήσει αν δεν λάβει περισσότερα ή αν δεν ικανοποιηθούν συγκεκριμένες απαιτήσεις, συχνά ακόμη και χρηματικές.

Το τραύμα εδώ είναι βαθύ, καθώς το θύμα βιώνει διπλή προδοσία: αφενός την καταπάτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ιδιωτικότητας, αφετέρου την απειλή δημόσιας διαπόμπευσης που μπορεί να το συνοδεύει για χρόνια. Το γεγονός ότι ο δράστης μπορεί να είναι συνομήλικος συγχέει τα όρια στα μάτια των ανηλίκων, αλλά δεν αναιρεί την ποινική βαρύτητα των πράξεων ούτε τις ψυχολογικές συνέπειες που επιφέρουν.

Επιπλέον, καταγράφεται ένα φάσμα επικίνδυνων «προκλήσεων» οι οποίες μεταδίδονται με ιογενή ταχύτητα στα κοινωνικά δίκτυα. Η συμμετοχή σε τέτοιες προκλήσεις τροφοδοτείται από την επιθυμία για συναρπαστικές εμπειρίες, από την ανάγκη κοινωνικής αποδοχής και από την υπόσχεση μιας στιγμιαίας ψηφιακής δόξας. Όμως η παρακίνηση σε αυτοτραυματικές ή δυνητικά θανατηφόρες πράξεις, συχνά υπό το βλέμμα της κάμερας, ακυρώνει τη στοιχειώδη αυτοπροστασία και μετατρέπει την περιπέτεια σε ρίσκο ζωής. Στο ελληνικό πλαίσιο, αλλά και διεθνώς, έχουν καταγραφεί περιστατικά που έφτασαν σε νοσοκομεία ή και στα ποινικά δικαστήρια, αποδεικνύοντας ότι ο ψηφιακός θαυμασμός μπορεί να έχει απτές, σκληρές συνέπειες.

Άλλη ιδιαιτερότητα της εποχής συνδέεται με τα λεγόμενα «ραντεβού βίας». Οργανωμένες ομάδες ανηλίκων συντονίζονται μέσα από ιδιωτικά ή δημόσια κανάλια και συναντώνται για να συμπλακούν, συχνά με προκαθορισμένους κανόνες, ενώ η σύγκρουση καταγράφεται και κοινοποιείται. Το βίντεο που κυκλοφορεί μετά λειτουργεί ως ψηφιακό παράσημο, ενισχύοντας την εικόνα ισχύος των πρωταγωνιστών, αλλά και ως εργαλείο στρατολόγησης ή εκφοβισμού. Οι αλγόριθμοι των πλατφορμών, που επιβραβεύουν περιεχόμενο με έντονο συναισθηματικό φορτίο, είναι ικανοί να ενισχύσουν την απήχηση τέτοιων υλικών, αυξάνοντας την ορατότητά τους και κατά συνέπεια ενθαρρύνοντας τη μίμηση.

Δεν λείπουν επίσης περιπτώσεις εμπλοκής ανηλίκων σε παραβιάσεις δεδομένων, πειρατεία λογισμικού, παράνομο διαδικτυακό τζόγο και άλλες μορφές ψηφιακής παραβατικότητας. Συχνά η είσοδος σε αυτό τον χώρο ξεκινά από περιέργεια ή από το κίνητρο της εντύπωσης προς την παρέα· σταδιακά όμως οι πράξεις αποκτούν βαρύτητα, αφήνοντας ποινικά ίχνη και δημιουργώντας προσωπικά και οικογενειακά αδιέξοδα. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην πιθανή αναισθητοποίηση απέναντι στη βία όταν κάποιος εκτίθεται υπερβολικά σε βίαιο ψηφιακό περιεχόμενο, καθώς και στην ψυχολογική εξάρτηση από πλατφόρμες τζόγου που υπόσχονται γρήγορη συγκίνηση και εύκολο κέρδος.

Οι επιπτώσεις ενός τέτοιου οικοσυστήματος δεν είναι μονοδιάστατες. Στο ψυχολογικό επίπεδο, τα θύματα διαδικτυακής βίας εμφανίζουν συχνά άγχος, καταθλιπτικές διαθέσεις, διαταραχές ύπνου και απώλεια εμπιστοσύνης στον εαυτό και τους άλλους. Ο φόβος του στιγματισμού ή της οργής των γονέων οδηγεί πολλές φορές στη σιωπή, η οποία παρατείνει την έκθεση στο πρόβλημα και επιδεινώνει την εσωτερικευμένη οδύνη.

Σε ακραίες περιπτώσεις, εμφανίζονται αυτοκαταστροφικές τάσεις που απαιτούν άμεση και συντονισμένη παρέμβαση. Είναι εξίσου σημαντικό να αναγνωριστεί ότι και ο ανήλικος δράστης δεν είναι αλώβητος. Η εμπλοκή σε πράξεις βίας γεννά ενοχές και φοβίες, κλονίζει την εμπιστοσύνη του περιβάλλοντος, θέτει την οικογένεια σε κατάσταση κρίσης και ανοίγει δρόμους ποινικών εμπλοκών που αφήνουν μακρόχρονο αποτύπωμα.

Στο παιδαγωγικό επίπεδο, το σχολείο, που οφείλει να είναι χώρος μάθησης, δημιουργίας και ασφάλειας, μπορεί να μετατραπεί για το θύμα σε χώρο απειλής. Η συγκέντρωση διασπάται, το κίνητρο για μελέτη εξασθενεί, οι επιδόσεις πέφτουν και οι απουσίες αυξάνονται. Η ψηφιακή σύγκρουση δεν μένει πάντα στη σφαίρα του διαδικτύου· μεταφέρεται και μέσα στην τάξη με προσβολές, χλευασμούς ή ακόμη και με φυσικές συμπλοκές, που έχουν αφετηρία ένα story, ένα group chat ή μια ανάρτηση που πήρε διαστάσεις. Ο σχολικός δεσμός με τους εκπαιδευτικούς και τους συμμαθητές διαβρώνεται, και η κοινότητα της μάθησης δοκιμάζεται σε βάθος.

Οι κοινωνικές συνέπειες αφορούν την ευρύτερη συνοχή. Η συνεχής έκθεση στη βία ως θέαμα μειώνει σταδιακά την ενσυναίσθηση και αυξάνει τον κυνισμό. Η αξία του προσώπου μετατοπίζεται από την ουσία και τον χαρακτήρα στην εικόνα και τον αριθμητικό δείκτη απήχησης. Η κανονικοποίηση της βίας, μέσω της δήθεν παιχνιδιάρικης αναπαράστασής της ή της ένταξής της σε αστεϊσμούς και προκλήσεις, διαβρώνει τις ηθικές άμυνες και δημιουργεί ένα υπόστρωμα στο οποίο οι νέοι ενδέχεται να θεωρήσουν τη βία θεμιτό εργαλείο επιβίωσης ή κοινωνικής ανάδειξης.

Το νομικό πλαίσιο σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο αποτελεί σημαντικό ανάχωμα. Στην Ελλάδα, το Σύνταγμα και ο Ποινικός Κώδικας παρέχουν βασικές εγγυήσεις προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και προβλέπουν ειδικές διατάξεις για αδικήματα που συνδέονται με ανηλίκους και ψηφιακά μέσα, όπως η παιδική πορνογραφία, ο εκβιασμός, η παράνομη πρόσβαση σε πληροφοριακά συστήματα και οι οργανωμένες μορφές παραβατικότητας.

Η λειτουργία της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος προσδίδει επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα στη διερεύνηση και την απόκριση, ενώ η υιοθέτηση του ευρωπαϊκού κανονιστικού πλαισίου για την προστασία δεδομένων, με ειδικές πρόνοιες για ανηλίκους, ενισχύει τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα των παιδιών στον ψηφιακό χώρο.

Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων και οι οδηγίες για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και της τρομοκρατίας θέτουν το πλαίσιο συνεργασίας και υπευθυνότητας των κρατών-μελών, ενώ παράλληλα χρηματοδοτούνται προγράμματα ενημέρωσης και πρόληψης.

Σε διεθνές πεδίο, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού θεμελιώνει την υποχρέωση των κρατών να λαμβάνουν μέτρα προστασίας από κάθε μορφή βίας, και η Σύμβαση της Βουδαπέστης για το κυβερνοέγκλημα προσφέρει ένα κοινό υπόστρωμα για διασυνοριακή συνεργασία και δίωξη εγκλημάτων στον κυβερνοχώρο.

Η συνεργασία οργανισμών όπως η Europol, η Interpol και το NCMEC καταδεικνύει ότι η αντιμετώπιση της ψηφιακής βίας απαιτεί οριζόντια συντονισμένη δράση, καθώς τα ψηφιακά ίχνη υπερβαίνουν σύνορα και δικαιοδοσίες.

Παρά την αξία του νομικού πλαισίου και των τεχνολογικών εργαλείων δίωξης, το άρθρο επιμένει ότι η λύση δεν μπορεί να είναι μόνο κατασταλτική. Η πρόληψη και η διαπαιδαγώγηση αποτελούν το ουσιαστικό αντίβαρο. Σε αυτό το σημείο προβάλλουν τρεις πυλώνες με καίριο ρόλο: η οικογένεια, το σχολείο και η Εκκλησία.

Η οικογένεια, ως πρώτος χώρος αγάπης και εμπιστοσύνης, καλείται να συνοδεύσει το παιδί στον ψηφιακό κόσμο όχι μόνο με κανόνες και ελέγχους αλλά και με ανοιχτή, σταθερή επικοινωνία. Οι γονείς χρειάζεται να γνωρίζουν τις πλατφόρμες, να συζητούν ανοιχτά για τους κινδύνους, να θέτουν με συνέπεια και διάλογο τα όρια και να δημιουργούν κλίμα εμπιστοσύνης, ώστε το παιδί να μιλήσει έγκαιρα όταν κάτι το απασχολεί. Η στάση που λέει «είμαι εδώ για να σε βοηθήσω, ό,τι κι αν συμβεί» είναι καταλυτική για την αποτροπή κλιμάκωσης και την έγκαιρη αναζήτηση βοήθειας.

Το σχολείο, ως δεύτερος οίκος του παιδιού, οφείλει να αναλάβει ενεργό ρόλο στην ψηφιακή παιδεία και την έγκαιρη αναγνώριση φαινομένων βίας. Η ενσωμάτωση θεματικών γύρω από την ψηφιακή δεοντολογία, την προστασία δεδομένων, την αναγνώριση ρίσκων και τη βασική κυβερνοασφάλεια στο αναλυτικό πρόγραμμα δημιουργεί ένα κοινό λεξιλόγιο κατανόησης και πρόληψης.

Η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών στην αναγνώριση σημαδιών εκφοβισμού ή παρενόχλησης και η ύπαρξη σαφών πρωτοκόλλων αναφοράς και διαχείρισης περιστατικών βοηθούν στη γρήγορη και αποτελεσματική ανταπόκριση. Η συνεργασία με ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς επιτρέπει να στηριχθούν τα θύματα, να κατανοήσουν οι δράστες τις συνέπειες, να δοθούν διορθωτικές ευκαιρίες και να επανέλθει η κοινότητα της μάθησης σε ασφαλή συνθήκη. Η καλλιέργεια σχολικής κουλτούρας σεβασμού και μηδενικής ανοχής στη βία, τόσο εντός όσο και εκτός οθόνης, ενισχύει την αίσθηση ότι όλοι ανήκουν και όλοι προστατεύονται.

Η Εκκλησία προσθέτει μια διάσταση που αγγίζει το βάθος του ανθρώπινου προσώπου. Η εμπειρία της κοινότητας ως σχέσης προσώπων και όχι ως απομονωμένων προφίλ, η υπενθύμιση ότι η αξία δεν μετριέται σε μετρικές αλλά αναδύεται μέσα από την αγάπη, τον σεβασμό, τη συγχώρηση και την ευθύνη, και η συνάντηση με δράσεις που καλλιεργούν νόημα, αλληλεγγύη και δημιουργικότητα, αποτελούν σημαντικές αντιπροτάσεις στη λογική της ψηφιακής κυριαρχίας.

Η Εκκλησία μπορεί να λειτουργήσει ως θεραπευτήριο σχέσεων, όπου οι πληγές της έκθεσης ή της βίας αντιμετωπίζονται με κατανόηση και στήριξη, ενώ παράλληλα ενισχύεται η εσωτερική συνοχή του νέου, δηλαδή εκείνος ο εσωτερικός «πυρήνας» που αντιστέκεται στη ροπή για επίδειξη και αποζητά την αληθινή χαρά της δημιουργίας και της συμμετοχής.

Εκτός από τους τρεις αυτούς πυλώνες, το άρθρο αναγνωρίζει τον ρόλο της τοπικής κοινότητας, των δήμων, των αθλητικών και πολιτιστικών συλλόγων, αλλά και των ίδιων των ψηφιακών πλατφορμών. Η διαθεσιμότητα χώρων δημιουργίας, πολιτισμού και άθλησης, η ύπαρξη μέντορων που συνοδεύουν εφήβους σε δημιουργικές δράσεις, οι καμπάνιες ενημέρωσης με πραγματικές ιστορίες και σαφείς διαδρομές αναζήτησης βοήθειας, καθώς και η ταχύτερη συνεργασία των πλατφορμών με τις αρχές για την αφαίρεση επιβλαβούς περιεχομένου, συνθέτουν ένα προστατευτικό δίκτυο που μειώνει τις πιθανότητες εκτροπής.

Στο προληπτικό επίπεδο, η ενίσχυση της ψηφιακής παιδείας από τις πρώτες σχολικές βαθμίδες μέχρι το λύκειο μπορεί να εμφυσήσει στους νέους την ιδέα ότι η ελευθερία στο διαδίκτυο συνοδεύεται από ευθύνη. Η ενημέρωση των γονέων ως προς τις ασφαλείς ρυθμίσεις, τους γονικούς ελέγχους, τα συνηθισμένα σημάδια κινδύνου και τις διαθέσιμες γραμμές βοήθειας τούς καθιστά συμμάχους και όχι θεατές.

Η προώθηση εναλλακτικών, ουσιαστικών δραστηριοτήτων, όπως ο αθλητισμός, οι τέχνες και ο εθελοντισμός, τροφοδοτεί την αυτοεικόνα με γνήσια επιτεύγματα και δεν αφήνει το κενό να το πληρώσει η ριψοκίνδυνη επίδειξη για χάρη της ψηφιακής δημοσιότητας. Η συνεργασία με τις ίδιες τις πλατφόρμες για την άμεση σήμανση και καταστολή επικίνδυνων τάσεων και για την προτεραιοποίηση αφαίρεσης βίαιου ή παρενοχλητικού υλικού έχει επίσης καταλυτική σημασία.

Όταν παρά ταύτα το πρόβλημα εμφανιστεί, η έγκαιρη αναγνώριση και η καθαρή διαδικασία παρέμβασης είναι κρίσιμες. Χρειάζονται σαφή και γνωστά σε όλους πρωτόκολλα για την καταγραφή, την αναφορά και τη διαχείριση περιστατικών στο σχολικό περιβάλλον, όπως επίσης και ασφαλή κανάλια για τους μαθητές που επιτρέπουν ανώνυμη ή ανώδυνη κοινοποίηση του προβλήματος. Η διασύνδεση σχολείων, οικογενειών και αρμόδιων αρχών, με απλά και ξεκάθαρα βήματα, βοηθά να περιοριστεί ο χρόνος αντίδρασης και να αποτραπεί η κλιμάκωση. Ταυτόχρονα, η προστασία του θύματος από την επαναθυματοποίηση και η ψυχολογική του στήριξη είναι απαραίτητες για να κλείσει ο κύκλος του φόβου και της ντροπής.

Στο στάδιο της αποκατάστασης, το άρθρο υποστηρίζει ότι η στοχευμένη παιδαγωγική αντιμετώπιση έχει μεγαλύτερη αξία από μια αποκλειστικά τιμωρητική λογική. Η κατανόηση του αποτυπώματος που αφήνουν οι πράξεις στο θύμα και στην κοινότητα, η δυνατότητα επανόρθωσης όταν αυτό είναι εφικτό, η διαμεσολάβηση και η εμπειρία της ευθύνης αποτελούν δρόμους που αποκαθιστούν τη συνείδηση και αποτρέπουν την υποτροπή. Η μακροπρόθεσμη παρακολούθηση και η συνεργασία των φορέων βοηθούν να μετασχηματιστούν τα αρνητικά βιώματα σε αφορμές ωρίμανσης.

Η θεσμική ενίσχυση παραμένει προϋπόθεση για όλα τα παραπάνω. Η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος χρειάζεται σύγχρονα εργαλεία, επαρκείς πόρους και συνεχή επιμόρφωση, ώστε να προλαβαίνει τις τεχνολογικές εξελίξεις. Οι συνεργασίες με ευρωπαϊκούς και διεθνείς φορείς οφείλουν να ενταθούν, καθώς οι υποδομές των εγκληματικών δικτύων σπάνια περιορίζονται εντός ενός κράτους. Η διαρκής αναθεώρηση των κανονισμών και των διαδικασιών πρέπει να συμβαδίζει με τις αλλαγές στα μέσα επικοινωνίας και στις πρακτικές των χρηστών, προκειμένου τα νομικά εργαλεία να παραμένουν αποτελεσματικά και εφαρμόσιμα.

Στην καρδιά όλων αυτών βρίσκεται ένα παιδαγωγικό και πνευματικό αίτημα. Η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και της εσωτερικής ωριμότητας είναι ίσως το πιο ουσιαστικό ανάχωμα απέναντι στην ψηφιακή βία. Ο νέος που έχει μάθει να σκέφτεται πριν εκτεθεί, να βάζει όρια στον εαυτό του και στους άλλους, να αναγνωρίζει την αξία του πέρα από τις μετρικές, να ζητά βοήθεια όταν απειλείται και να σέβεται τον συνάνθρωπο, είναι πολύ λιγότερο πιθανό να γίνει ούτε θύμα ούτε θύτης.

Η οικογένεια, το σχολείο και η Εκκλησία, όταν συνεργάζονται και αλληλοστηρίζονται, μπορούν να μεταδώσουν τέτοιες στάσεις ζωής με τρόπο συνεπή και αποτελεσματικό. Η κοινωνία, με τα θεσμικά της όργανα και τις κοινότητες που τη συναποτελούν, έχει χρέος να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε οι νέοι να βρουν νόημα, δημιουργικότητα και συμμετοχή σε χώρους αληθινούς και όχι μόνο σε ψηφιακές προθήκες.

Συνοψίζοντας, η βία των ανηλίκων στην ψηφιακή πραγματικότητα είναι ένα σύνθετο φαινόμενο με κοινωνικές, ψυχολογικές, παιδαγωγικές και νομικές πτυχές. Η τεχνολογία δεν είναι εχθρός, αλλά ένα ισχυρό εργαλείο που μπορεί να υπηρετήσει είτε τη ζωή είτε την εκτροπή.

Πρέπει οπωσδήποτε να καλλιεργηθούν οι συνθήκες που θα βοηθήσουν τους νέους να σταθούν με ευθύνη και ελευθερία μέσα στον ψηφιακό κόσμο, κατανοώντας πως η αληθινή τους αξία δεν εξαρτάται από την πρόσκαιρη προσοχή του πλήθους αλλά από την ποιότητα των σχέσεων, την ακεραιότητα του χαρακτήρα και την χαρά της δημιουργίας.

Μια κοινωνία που επενδύει στην παιδεία, στην ψυχική υγεία, στην κοινότητα και στην πνευματική καλλιέργεια θα μπορέσει να μετατρέψει τον ψηφιακό χώρο από πεδίο δοκιμών βίας σε πεδίο δημιουργίας, συνεργασίας και αμοιβαίου σεβασμού. Η συντονισμένη δράση οικογένειας, σχολείου και Εκκλησίας, υποστηριζόμενη από στιβαρούς θεσμούς και σύγχρονες νομικές εγγυήσεις, αποτελεί την πιο ρεαλιστική και ανθρώπινη στρατηγική για να προσφέρουμε στη νέα γενιά ένα μέλλον απαλλαγμένο από τον φόβο και στηριγμένο στην αγάπη, την αξιοπρέπεια και την κοινωνική ευθύνη._

____________________________________________________



Βιβλιογραφία

  • Ευρωπαϊκή Ένωση. (2011). Οδηγία 2011/92/ΕΕ για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της παιδικής πορνογραφίας. Βρυξέλλες: Ευρωπαϊκή Ένωση.
  • Ευρωπαϊκή Ένωση. (2016). Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 (GDPR). Βρυξέλλες: Ευρωπαϊκή Ένωση.
  • Ευρωπαϊκή Ένωση. (2017). Οδηγία 2017/541 για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και της χρήσης των ψηφιακών μέσων. Βρυξέλλες: Ευρωπαϊκή Ένωση.
  • Ευρωπαϊκή Ένωση. (χ.χ.). Safer Internet Programme. Ανακτήθηκε από https://ec.europa.eu/digital-strategy/safer-internet-programme
  • Better Internet for Kids (BIK). (χ.χ.). Better Internet for Kids. Ανακτήθηκε από https://www.betterinternetforkids.eu 
  • Ελληνικός Ποινικός Κώδικας. (χ.χ.). Ποινικός Κώδικας της Ελλάδας (άρθρα 187, 348Α, 385). Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο.
  • Δίωξη Κυβερνοεγκλήματος. (χ.χ.). Ενημερωτικά φυλλάδια και δράσεις πρόληψης. Αθήνα: Ελληνική Αστυνομία.
  • CyberAlert. (χ.χ.). Διαδικτυακός τόπος της Διεύθυνσης Δίωξης Κυβερνοεγκλήματος. Ανακτήθηκε από https://cyberalert.gr
  • Centers for Disease Control and Prevention (CDC). (2022). Reports on online challenges and youth risks. Washington, DC: CDC.
  • Europol & NCMEC. (χ.χ.). Joint reports on child exploitation. The Hague: Europol
  • UNICEF. (2021). Violence against children in digital environments. Νέα Υόρκη: UNICEF.
  • World Health Organization (WHO). (2020). Report on youth violence and online risks. Γενεύη: WHO.
  • Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ). (χ.χ.). Στατιστικά δεδομένα για τη νεανική παραβατικότητα. Αθήνα: ΕΛΣΤΑΤ
  • Χατζηστεφάνου, Μ. (2020). Κυβερνοασφάλεια και ανηλικότητα: Ελληνική προσέγγιση. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.

31/10/25

«Ο Αλγόριθμος και η Δημοκρατία»



Άρθρο - Άποψη στην εφημερίδα "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ"

Ποιος αποφασίζει σήμερα τι μαθαίνουμε, τι διαβάζουμε και τι πιστεύουμε; Παλιά ήταν οι εφημερίδες, τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις. Τώρα, αυτή τη δουλειά την έχουν αναλάβει αόρατοι «αλγόριθμοι». Αυτά τα μικρά κομμάτια προγράμματος που καθορίζουν τι θα εμφανιστεί στην οθόνη μας. Αυτοί επιλέγουν ποια ανάρτηση θα δούμε στο Facebook, ποιο βίντεο θα μας προτείνει το YouTube, ποια είδηση θα φανεί πρώτη στο κινητό μας. Και κάπως έτσι, χωρίς να το καταλάβουμε, οι αλγόριθμοι έγιναν οι νέοι εκδότες του κόσμου. Δεν έχουν πρόσωπο, δεν έχουν γνώμη, δεν έχουν συνείδηση. Έχουν μόνο έναν στόχο, το να μας κρατούν όσο περισσότερο μπορούν μπροστά στην οθόνη.

Για να το πετύχουν αυτό, στην κυριολεξία μας «παρακολουθούν». Όχι με κακή πρόθεση, αλλά με μαθηματική ψυχρότητα που μετράει με ακρίβεια: τι μας αρέσει, σε ποια θέματα σταματάμε, ποια βίντεο βλέπουμε μέχρι τέλους. Και μετά, μας δείχνουν περισσότερο από τα ίδια. Έτσι δημιουργούνται οι λεγόμενες «φούσκες πληροφόρησης». Ζούμε μέσα σε έναν ψηφιακό κόσμο φτιαγμένο στα μέτρα μας, όπου ακούμε μόνο απόψεις που συμφωνούν με τις δικές μας. Και τότε γεννιέται το ερώτημα: Πώς μπορεί να υπάρξει δημοκρατία, αν δεν ακούμε ποτέ τον άλλον; 

Αν δεν ερχόμαστε σε επαφή με διαφορετικές ιδέες, αν δεν μαθαίνουμε να συζητάμε με επιχειρήματα, αλλά απλώς να επιβεβαιώνουμε όσα ήδη πιστεύουμε;

Το διαδίκτυο υποσχέθηκε κάποτε να δώσει φωνή σε όλους. Και πράγματι, σήμερα ο καθένας μπορεί να γράψει, να σχολιάσει, να ακουστεί η γνώμη του. Όμως η φωνή αυτή χάνεται συχνά μέσα στον θόρυβο. Οι ακραίες ή ψεύτικες ειδήσεις διαδίδονται πιο γρήγορα, γιατί απλώς τραβούν το ενδιαφέρον. Οι αλγόριθμοι δεν ξεχωρίζουν την αλήθεια από το ψέμα παρά μόνο ξεχωρίζουν αυτό που προκαλεί αντίδραση. Έτσι, η προσοχή μας γίνεται πολύτιμη και η αλήθεια συχνά μπαίνει στο περιθώριο. 



Μήπως τελικά ο δημόσιος διάλογος κινδυνεύει να γίνει ένα παιχνίδι εντυπώσεων;

Η λύση δεν είναι να δαιμονοποιήσουμε την τεχνολογία. Οι αλγόριθμοι δεν είναι «κακοί». Είναι εργαλεία. Το θέμα είναι πώς τους χρησιμοποιούμε και ποιος τους ελέγχει. Οι εταιρείες που τους σχεδιάζουν πρέπει να είναι πιο διαφανείς, να εξηγούν με ποια λογική προβάλλεται ένα περιεχόμενο και όχι ένα άλλο. Και εμείς, οι πολίτες, πρέπει να μάθουμε να είμαστε πιο κριτικοί, να μην καταπίνουμε ό,τι βλέπουμε στο διαδίκτυο χωρίς σκέψη, να ψάχνουμε, να ρωτάμε, να συζητάμε. Γιατί η δημοκρατία δεν είναι απλώς το δικαίωμα να μιλάς, αλλά και η υποχρέωση να ακούς.

Ο αλγόριθμος δεν είναι εχθρός της δημοκρατίας, είναι το καθρέφτισμά της. Αν του δείχνουμε μίσος, υπερβολές και φανατισμό, αυτά θα μας επιστρέψει. Αν του δείξουμε ενδιαφέρον για γνώση, διάλογο και αλήθεια, τότε θα γίνει εργαλείο προόδου. Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι να σταματήσουμε τους αλγόριθμους, αλλά να τους «εκδημοκρατίσουμε», να τους κάνουμε συμμάχους της ελεύθερης σκέψης και όχι δυνάστες της προσοχής μας. 

Γιατί στο τέλος, τη Δημοκρατία δεν θα τη χάσουμε από μια μεγάλη απόφαση, αλλά από χιλιάδες μικρές στιγμές όπου αφήσαμε τον αλγόριθμο να σκέφτεται για εμάς. Και αυτό, σε μια κοινωνία που θέλει να λέγεται ελεύθερη, είναι ίσως το πιο επικίνδυνο «πρόγραμμα» απ’ όλα.


Πηγή: άρθρο στην "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ"


23/07/25

Καλοκαίρι & Κυβερνοασφάλεια


🛡️ Δεκάλογος για ξέγνοιαστες και Ασφαλείς Διακοπές

H βαλίτσα ετοιμάζεται… αλλά οι κυβερνοεγκληματίες δεν πάνε διακοπές!
Πριν φύγεις για παραλία, ρίξε μια ματιά σε 10 απλές συμβουλές που θα σε κρατήσουν ασφαλή online:

ΟΙ 1️⃣0️⃣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥ ΧΡΗΣΤΗ:
1️⃣ Βάλε κωδικό, δακτυλικό αποτύπωμα ή face-id στο κινητό και στο tablet σου, χρησιμοποίησε παντού MFA
2️⃣ Μην συνδέεσαι σε ανοιχτά Wi-Fi (σε καφετέριες, ξενοδοχεία κ.λ.π.) χωρίς προσοχή, αν θες όμως οπωσδήποτε να συνδεθείς χρησιμοποίησε VPN
3️⃣ Απόφυγε να ανεβάζεις φωτογραφίες από διακοπές σε πραγματικό χρόνο γιατί δίνεις στόχο
4️⃣ Μην πατάς σε links που σου φαίνονται ύποπτα, ακόμα κι αν έρχονται από γνωστούς, εμπιστευσου το ένστικτό σου
5️⃣ Αγνόησε email ή μηνύματα με προσφορές-«ευκαιρίες» για ταξίδια και δώρα καλοκαιρινά
6️⃣ Κάνε ενημέρωση στο κινητό σου πριν φύγεις – είναι θέμα ασφάλειας, update ασφαλείας οπωσδήποτε
7️⃣ Κράτα αντίγραφο σημαντικών φωτογραφιών και εγγράφων (σε άλλο μέσο ή cloud)
8️⃣ Μην αποθηκεύεις στοιχεία τραπεζών ή καρτών σε ξένους υπολογιστές
9️⃣ Απενεργοποίησε την αυτόματη σύνδεση σε Wi-Fi και Bluetooth όταν δεν τα χρειάζεσαι
🔟 Πρόσεχε τι κατεβάζεις, πολλές εφαρμογές και αρχεία μπορεί να είναι παγίδες…

👍🏻 Και το βασικότερο… μείωσε όσο μπορείς την ώρα επι της οθόνης του κινητού...

🌴 Το καλοκαίρι είναι για χαλάρωση — όχι για να μπλέξεις με ηλεκτρονικές απάτες!
Μείνε ξέγνοιαστος, μένοντας ενημερωμένος.



25/05/25

NIS2: Οδηγία για κυβερνοασφάλεια ή στρατηγική ευκαιρία για τις επιχειρήσεις ?

 


Η νέα ευρωπαϊκή οδηγία NIS2, που τέθηκε σε εφαρμογή από το φθινόπωρο του 2024, φέρνει στο προσκήνιο μία από τις πιο κρίσιμες πτυχές για τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα των σύγχρονων επιχειρήσεων: την ψηφιακή ασφάλεια. Αν και συχνά παρουσιάζεται ως μια αυστηρή υποχρέωση συμμόρφωσης με βαριά πρόστιμα, η NIS2 είναι πολύ περισσότερα. Είναι μια πραγματική ευκαιρία για τις επιχειρήσεις να χτίσουν εμπιστοσύνη, να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους και να διαφοροποιηθούν θετικά στην αγορά.

Σε μια εποχή όπου οι κυβερνοεπιθέσεις δεν κάνουν διακρίσεις και ο ψηφιακός μετασχηματισμός προχωρά με ταχείς ρυθμούς, η ενίσχυση της κυβερνοασφάλειας δεν είναι «κόστος συμμόρφωσης» – είναι επένδυση στρατηγικής σημασίας.

Η οδηγία NIS2 εφαρμόζεται σε οργανισμούς και επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε κρίσιμους και σημαντικούς τομείς, από την ενέργεια και τις μεταφορές, μέχρι την υγεία, την εφοδιαστική αλυσίδα, τις τηλεπικοινωνίες, τις ταχυδρομικές υπηρεσίες και τις ψηφιακές υποδομές. Αν η επιχείρησή σας έχει πάνω από 50 εργαζόμενους ή κύκλο εργασιών άνω των 10 εκατομμυρίων ευρώ, τότε πολύ πιθανόν να εμπίπτει στις προβλέψεις της οδηγίας.

Αυτό δεν σημαίνει άγχος ή πανικό. Αντίθετα, αποτελεί μια εξαιρετική αφορμή για να δομηθεί ένα στιβαρό σύστημα προστασίας ψηφιακών πόρων, δεδομένων και λειτουργιών. Η NIS2 ενισχύει τη διοικητική υπευθυνότητα, προωθεί τη συνεχή εκπαίδευση του προσωπικού, απαιτεί πλάνο αντιμετώπισης περιστατικών και προσφέρει ένα ξεκάθαρο πλαίσιο λειτουργίας, απαραίτητο για κάθε σοβαρή επιχείρηση που βλέπει μπροστά.

Και ναι, υπάρχουν πρόστιμα, έως και 10 εκατομμύρια ευρώ ή 2% του παγκόσμιου κύκλου εργασιών για τις λεγόμενες βασικές οντότητες, και έως 7 εκατομμύρια ευρώ ή 1,4% για τις σημαντικές. Όμως, το πραγματικό κόστος δεν είναι το πρόστιμο. Είναι η ζημιά στην αξιοπιστία, η διακοπή λειτουργίας, η απώλεια δεδομένων και πελατών από μια επίθεση που θα μπορούσε να είχε προληφθεί.


Επιχειρήσεις που επενδύουν σήμερα στην κυβερνοασφάλεια ενισχύουν τη φήμη τους, κερδίζουν την εμπιστοσύνη συνεργατών και πελατών και αποκτούν συγκριτικό πλεονέκτημα σε δημόσιους διαγωνισμούς, διεθνείς συνεργασίες και συμφωνίες προμήθειας. Σε έναν κόσμο όπου η αξιολόγηση του ψηφιακού κινδύνου γίνεται κομμάτι της επιχειρηματικής φερεγγυότητας, η συμμόρφωση με την NIS2 είναι σύγχρονη απόδειξη σοβαρότητας και ετοιμότητας.

Τι μπορεί να κάνει, λοιπόν, μια επιχείρηση από σήμερα;

  • Να αξιολογήσει αν εμπίπτει στην οδηγία, και να αναγνωρίσει τα κρίσιμα συστήματα και υπηρεσίες της.
  • Να οργανώσει πολιτικές ασφάλειας, πλάνο αντιμετώπισης περιστατικών και σαφείς ρόλους ευθύνης.
  • Να επενδύσει στην εκπαίδευση του προσωπικού και στην ενίσχυση της ψηφιακής της κουλτούρας.
  • Να δει την κυβερνοασφάλεια ως μέρος του επιχειρηματικού της DNA και όχι ως «δουλειά του IT».

Η NIS2 είναι ένα θεσμικό εργαλείο που φέρνει την κυβερνοασφάλεια στο τραπέζι της διοίκησης, στο επίκεντρο της στρατηγικής κάθε επιχείρησης. Είναι καιρός οι ελληνικές επιχειρήσεις να δουν αυτή την εξέλιξη όχι σαν βάρος, αλλά σαν ευκαιρία για εξέλιξη, ενδυνάμωση και ανάπτυξη σε ένα ψηφιακό περιβάλλον που δεν συγχωρεί την αδράνεια.

Πρακτικά Βήματα για τη συμμόρφωση με την NIS2

  • Αναγνωρίστε αν εμπίπτετε στην οδηγία
    Ελέγξτε αν η επιχείρησή σας κατατάσσεται σε «βασική» ή «σημαντική οντότητα», με βάση τον τομέα δραστηριότητας και τα οικονομικά μεγέθη.
  • Αξιολογήστε τα ψηφιακά σας περιουσιακά στοιχεία και τους κινδύνους
    Καταγράψτε τα κρίσιμα πληροφοριακά συστήματα και υπηρεσίες σας. Ποια είναι ευάλωτα; Ποιες επιπτώσεις θα είχε μια διακοπή λειτουργίας ή παραβίαση;
  • Αναπτύξτε πολιτικές και διαδικασίες κυβερνοασφάλειας
    Δημιουργήστε ή επικαιροποιήστε πλάνα ασφάλειας, ανάκαμψης από κρίσεις και αντιμετώπισης περιστατικών. Αυτά είναι πλέον υποχρεωτικά.
  • Εκπαιδεύστε το προσωπικό σας, ξεκινώντας από τη διοίκηση
    Η ευθύνη ξεκινά από την κορυφή. Ενημερώστε στελέχη και εργαζομένους για τις απαιτήσεις και τις καλές πρακτικές.
  • Συνεργαστείτε με ειδικούς ή συμβούλους
    Ένας εξειδικευμένος συνεργάτης μπορεί να σας καθοδηγήσει στη συμμόρφωση και να σας γλιτώσει χρόνο, χρήμα και ρίσκο.
Μπορείτε να δείτε αναλυτικά εάν ο οργανισμός σας εμπίπτει στην νέα Νομοθεσία στο site της Ε.Α.Π. εδω👉 check for NIS2 .

H΄ κάνε ένα γρήγορο check αν τηρείς τις προυποθέσεις ... 👇

NIS2 Checklist για Επιχειρήσεις

Ελέγξτε αν η επιχείρησή σας πληροί τις βασικές προϋποθέσεις της οδηγίας NIS2 βάσει της ελληνικής νομοθεσίας.

0%
 

19/05/25

Εθισμός στο Διαδίκτυο και Εγκληματικότητα: «Η σκοτεινή κληρονομιά της μετά-Covid εποχής»

 

Είναι κοινά παραδεκτό πλέον ότι η περιπέτεια που περάσαμε με την πανδημία του Covid-19 λειτούργησε ως καταλύτης για τη μαζική και βίαιη ψηφιοποίηση της κοινωνικής μας ζωής. Με το πέρασμα στην μετά-Covid εποχή, γίνεται φανερό πως η εξάρτηση από το Διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν άφησε μόνο θετικό αποτύπωμα. Αντιθέτως, συνέβαλε στη γέννηση ή και ενίσχυση, φαινομένων όπως ο ψηφιακός εθισμός, η κυβερνοεγκληματικότητα, η ψυχική αποδιοργάνωση, ακόμα και η αύξηση των αυτοκτονιών και των εγκλημάτων βίας.

Η μεγαλύτερη εφεύρεση όλων των εποχών, το Διαδίκτυο, η μεγαλύτερη «κοινωνία» της υφηλίου, το Διαδίκτυο, εξελίχθηκε σε μηχανισμό κοινωνικής χειραγώγησης και διαμόρφωσης κουλτούρας, η οποία δυστυχώς διαμορφώνεται από αυτούς που «κυβερνούν» το Διαδίκτυο.

Δημιουργήθηκαν νέες λέξεις στην καθημερινή μας γλώσσα, με πρώτο συνθετικό τη λέξη cyber. Αξίζει να σημειωθεί ότι το δημοφιλές πρόθεμα “cyber”, που εμφανίζεται σε όρους όπως, cyberspace, cybercrime, cybersecurity, έχει ρίζα στην ελληνική λέξη “κυβερνήτης”. Μέσω του όρου “cybernetics” (κυβερνητική), που καθιέρωσε ο Norbert Wiener, περιγράφεται η επιστήμη του ελέγχου και της επικοινωνίας σε ανθρώπους και μηχανές.

Καθώς οι οθόνες έγιναν η «γέφυρα» με τον έξω κόσμο, οι ώρες online αυξήθηκαν εκθετικά. Εργασία, εκπαίδευση, ψυχαγωγία και κοινωνική ζωή μεταφέρθηκαν στο διαδίκτυο, συχνά χωρίς κανόνες ή όρια. Ο εθισμός αυτός, επειδή παρουσιάστηκε ως αναγκαία προσαρμογή, δεν αντιμετωπίστηκε έγκαιρα. Το αποτέλεσμα; Μια κοινωνία που συχνά νιώθει «παρούσα» μόνο στον ψηφιακό της εαυτό, αλλά απούσα από την πραγματική ζωή.

Παρά τη μαζική είσοδο στον ψηφιακό κόσμο, η κατανόηση της τεχνολογίας έμεινε πίσω. Άνθρωποι χωρίς γνώσεις χειρισμού, χωρίς αντίληψη κινδύνων και χωρίς καθοδήγηση, βρέθηκαν εκτεθειμένοι σε απειλές που δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν. Ο ηλεκτρονικός αναλφαβητισμός έχει γίνει βασικό αίτιο ψηφιακής ευαλωτότητας και ηθελημένης απομόνωσης, ιδίως για ηλικιωμένους και κοινωνικά ευάλωτες ομάδες.

Στο πλαίσιο αυτό, η κυβερνοεγκληματικότητα άνθισε. Εκατομμύρια πολίτες παγκοσμίως έπεσαν θύματα ψηφιακών απατών, όπως επιθέσεις ηλεκτρονικού ψαρέματος (phishing) με emails - παγίδες που υποδύονται τράπεζες και φορείς, απάτες σε social media με δήθεν φίλους που ζητούν οικονομική βοήθεια, επενδυτικές φούσκες σε κρυπτονομίσματα, ψεύτικες τεχνικές υποστηρίξεις που καταλήγουν σε πλήρη έλεγχο του υπολογιστή και βέβαια απάτες e-commerce με ανύπαρκτα προϊόντα και πλαστά eshops.

Οι οικονομικές απώλειες ανέρχονται σε δισεκατομμύρια ετησίως. Όμως η μεγαλύτερη ζημιά είναι κοινωνική και ψυχική. Της εφήμερης χαράς και έπαρσης ακολουθούν ανθρώπινα ένστικτα όπως: φόβος, ανασφάλεια, κοινωνική αποστασιοποίηση και σε πολλές περιπτώσεις κατάθλιψη.

Η υπερβολική χρήση του διαδικτύου, σε συνδυασμό με τις απάτες, την πίεση της «τέλειας ζωής» στα social media και την έλλειψη ουσιαστικών κοινωνικών δεσμών, έχει συμβάλει στην αύξηση αυτοκτονικών τάσεων και αυτοχειριών, ιδιαίτερα σε εφήβους και νέους ενήλικες.
Πολλοί νέοι βιώνουν ψηφιακό εκφοβισμό (cyberbullying), διαδικτυακή απόρριψη ή εξαπάτηση, με αποτέλεσμα την ψυχική τους κατάρρευση. Υπάρχουν καταγεγραμμένα περιστατικά βίαιων εγκλημάτων — δολοφονίες ή απόπειρες — που ξεκίνησαν από διαδικτυακές διενέξεις, ρομαντικές απάτες ή σεξουαλικούς εκβιασμούς (sextortion).

Κλείνοντας, πρέπει να αναφερθεί ότι η τεχνολογία αποτελεί ένα εργαλείο και όχι σκοπό. Αν δεν διαμορφώσουμε ένα ψηφιακό οικοσύστημα με επίκεντρο τον άνθρωπο, οι συνέπειες δεν θα είναι μόνο τεχνικές ή οικονομικές, αλλά βαθιά κοινωνικές και ηθικές.

 Για να μην εξελιχθεί το ψηφιακό μέλλον σε κοινωνικό εφιάλτη, απαιτούνται συντονισμένες ενέργειες:

1.    Υποχρεωτική ψηφιακή παιδεία από τις πρώτες τάξεις του σχολείου.

2.    Συνεχής ενημέρωση των πολιτών για τις μορφές κυβερνοεγκλήματος.

3.    Στήριξη της ψυχικής υγείας με επίκεντρο τον ψηφιακό εθισμό.

4.    Αυστηρό νομικό πλαίσιο και ενίσχυση των μηχανισμών κυβερνοασφάλειας.

5.    Κοινωνικές πολιτικές επανασύνδεσης, που προωθούν τη διαπροσωπική επαφή.

Η μετά-Covid εποχή μας βρίσκει πιο «ψηφιακούς» από ποτέ, αλλά και πιο ευάλωτους. Ο εθισμός στο διαδίκτυο και η έκρηξη της κυβερνοεγκληματικότητας δεν είναι μόνο τεχνολογικά φαινόμενα, αλλά είναι κοινωνικά και ψυχολογικά ζητήματα που απαιτούν σοβαρή αντιμετώπιση. Αν δεν δράσουμε συντονισμένα, το ψηφιακό εργαλείο θα γίνει παγίδα. Και η κοινωνία μας θα πληρώσει το τίμημα με κάτι πολύ πιο ακριβό από χρήματα, την ψυχική υγεία, την ασφάλεια και τελικά την ίδια την ανθρώπινη ζωή.